περιταφεύς

περιταφεύς
-έως, ὁ, Α
αυτός που φροντίζει τα σχετικά με τον ενταφιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ταφεύς «αυτός που θάβει, νεκροθάφτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”